ᾠδή

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ᾠδή < ἀείδω / ᾄδω < *ἀϝείδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂weyd-

Ουσιαστικό

ᾠδή θηλυκό

  1. άσμα, τραγούδι, ωδή
  2. το τραγούδι (η ενέργεια)
  3. (μετωνυμία) χορδή

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.