τροποποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τροποποιώ < τρόπος + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική modifier[1] [2])

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾo.po.piˈo/

Ρήμα

τροποποιώ (παθητική φωνή: τροποποιούμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. τροποποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. τροποποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.