ψυχομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψυχομετρικός | η | ψυχομετρική | το | ψυχομετρικό |
| γενική | του | ψυχομετρικού | της | ψυχομετρικής | του | ψυχομετρικού |
| αιτιατική | τον | ψυχομετρικό | την | ψυχομετρική | το | ψυχομετρικό |
| κλητική | ψυχομετρικέ | ψυχομετρική | ψυχομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψυχομετρικοί | οι | ψυχομετρικές | τα | ψυχομετρικά |
| γενική | των | ψυχομετρικών | των | ψυχομετρικών | των | ψυχομετρικών |
| αιτιατική | τους | ψυχομετρικούς | τις | ψυχομετρικές | τα | ψυχομετρικά |
| κλητική | ψυχομετρικοί | ψυχομετρικές | ψυχομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψυχομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychométrique < psychométr(ie) (αρχαία ελληνική ψυχο- + μέτρ(ον) + -ique (-ικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.xo.me.tɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χο‐με‐τρι‐κός
Συγγενικά
- ψυχομέτρι (λαϊκότροπο)
- ψυχομετρία
- ψυχομετρικά (επίρρημα)
Μεταφράσεις
ψυχομετρικός
|
|
Αναφορές
- ψυχομετρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.