ψυχομέτρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το ψυχομέτρι
      γενική
    αιτιατική το ψυχομέτρι
     κλητική ψυχομέτρι
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχομέτρι < ψυχο- + μετρώ +

Ουσιαστικό

ψυχομέτρι ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.