ψυχομετρικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψυχομετρικά < ψυχομετρικός + < ψυχομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychométrie < αρχαία ελληνική ψυχή + μέτρον

Επίρρημα

ψυχομετρικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψυχομετρικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.