ψυχομετρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχομετρία οι ψυχομετρίες
      γενική της ψυχομετρίας των ψυχομετριών
    αιτιατική την ψυχομετρία τις ψυχομετρίες
     κλητική ψυχομετρία ψυχομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychométrie < ψυχο- + -μετρία

Ουσιαστικό

ψυχομετρία θηλυκό

  1. (ψυχολογία) το σύνολο διαφόρων ψυχολογικών τεστς με σκοπό την καλύτερη διάγνωση της πνευματικής ή ψυχικής κατάστασης και συμπεριφοράς ενός ατόμου
  2. επιστήμη που μελετά το σύνολο των τεχνικών αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται στην ψυχολογία
  3. η ικανότητα ενός ατόμου να μαντεύει κάτι μέσω της παρατήρησης ενός αντικειμένου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.