ψυχασθενής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχασθενής η ψυχασθενής το ψυχασθενές
      γενική του ψυχασθενούς* της ψυχασθενούς του ψυχασθενούς
    αιτιατική τον ψυχασθενή την ψυχασθενή το ψυχασθενές
     κλητική ψυχασθενή(ς) ψυχασθενής ψυχασθενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχασθενείς οι ψυχασθενείς τα ψυχασθενή
      γενική των ψυχασθενών των ψυχασθενών των ψυχασθενών
    αιτιατική τους ψυχασθενείς τις ψυχασθενείς τα ψυχασθενή
     κλητική ψυχασθενείς ψυχασθενείς ψυχασθενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψυχασθενής (μαρτυρείται από το 1895)[1] < ψυχ(ασθένεια) + ασθενής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική psychasthénique)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /psi.xa.sθeˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυχασθενής
ομόηχο: ψυχασθενείς

Επίθετο

ψυχασθενής, -ής, -ές [3]

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 1139, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. ψυχασθενής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. ψυχασθενής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.