ψυχασθενή

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψυχασθενή

  1. αιτιατική και κλητική ενικού, αρσενικού γένους του ψυχασθενής
  2. αιτιατική ενικού, θηλυκού γένους (ψυχασθενής) του ψυχασθενής
  3. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ψυχασθενές) του ψυχασθενής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.