ψιχαλιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψιχαλιστός | η | ψιχαλιστή | το | ψιχαλιστό |
| γενική | του | ψιχαλιστού | της | ψιχαλιστής | του | ψιχαλιστού |
| αιτιατική | τον | ψιχαλιστό | την | ψιχαλιστή | το | ψιχαλιστό |
| κλητική | ψιχαλιστέ | ψιχαλιστή | ψιχαλιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψιχαλιστοί | οι | ψιχαλιστές | τα | ψιχαλιστά |
| γενική | των | ψιχαλιστών | των | ψιχαλιστών | των | ψιχαλιστών |
| αιτιατική | τους | ψιχαλιστούς | τις | ψιχαλιστές | τα | ψιχαλιστά |
| κλητική | ψιχαλιστοί | ψιχαλιστές | ψιχαλιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.xa.liˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψι‐χα‐λι‐στός
Επίθετο
ψιχαλιστός, -ή, -ό
- που πέφτει σταγόνα σταγόνα, σαν ψιχάλες
- (μεταφορικά) δακρυσμένος
- Στα μάτια τα ψιχαλιστά, που ’χει ο έρωτας καρτέρι, / πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Θέρος Έρος [διήγημα, περιλαμβάνεται το ποίημα])
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψιχάλα
Μεταφράσεις
ψιχαλιστός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.