καταρρακτώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταρρακτώδης | η | καταρρακτώδης | το | καταρρακτώδες |
| γενική | του | καταρρακτώδους | της | καταρρακτώδους | του | καταρρακτώδους |
| αιτιατική | τον | καταρρακτώδη | την | καταρρακτώδη | το | καταρρακτώδες |
| κλητική | καταρρακτώδη(ς) | καταρρακτώδης | καταρρακτώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταρρακτώδεις | οι | καταρρακτώδεις | τα | καταρρακτώδη |
| γενική | των | καταρρακτωδών | των | καταρρακτωδών | των | καταρρακτωδών |
| αιτιατική | τους | καταρρακτώδεις | τις | καταρρακτώδεις | τα | καταρρακτώδη |
| κλητική | καταρρακτώδεις | καταρρακτώδεις | καταρρακτώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καταρρακτώδης < καταρράκτης
Επίθετο
καταρρακτώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει με καταρράκτη, που έχει τις ιδιότητες του καταρράκτη (ως προς την ορμή και την ποσότητα)
- ※ Αλλά μόλις είχαμε φθάσει πίσω από τις κορφές άρχισε πάλι καταρρακτώδης βροχή. Γίναμε μούσκεμα. (Γεώργιος Ευθ. Χαροκόπου, Η απαγωγή του στρατηγου Κράιπε, εκδ. Ίδη, 1981, σελ. 221)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καταρρακτώδης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.