ψιχάλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψιχάλα οι ψιχάλες
      γενική της ψιχάλας
    αιτιατική την ψιχάλα τις ψιχάλες
     κλητική ψιχάλα ψιχάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψιχάλα < μεσαιωνική ελληνική ψιχάλα < αρχαία ελληνική ψεκάς (ιωνική ψακάς= στάλα) με επιρροή των λέξεων ψίξ (γενική ψιχός) και ψιχίον (μικρά τεμάχια άρτου, ψίχουλα)

Ουσιαστικό

ψιχάλα θηλυκό

  1. σταγόνα βροχής
  2. πολύ μικρής έντασης βροχή
     συνώνυμα: ψιχάλισμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.