ψευδώνυμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψευδώνυμος | η | ψευδώνυμη | το | ψευδώνυμο |
| γενική | του | ψευδώνυμου | της | ψευδώνυμης | του | ψευδώνυμου |
| αιτιατική | τον | ψευδώνυμο | την | ψευδώνυμη | το | ψευδώνυμο |
| κλητική | ψευδώνυμε | ψευδώνυμη | ψευδώνυμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψευδώνυμοι | οι | ψευδώνυμες | τα | ψευδώνυμα |
| γενική | των | ψευδώνυμων | των | ψευδώνυμων | των | ψευδώνυμων |
| αιτιατική | τους | ψευδώνυμους | τις | ψευδώνυμες | τα | ψευδώνυμα |
| κλητική | ψευδώνυμοι | ψευδώνυμες | ψευδώνυμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψευδώνυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδώνυμος < (ψευδής) ψευδ- + -ώνυμος (ὄνυμα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pseˈvðo.ni.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψευ‐δώ‐νυ‐μος
Επίθετο
ψευδώνυμος, -η, -ο
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ψευδώνυμος | τὸ | ψευδώνυμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ψευδωνύμου | τοῦ | ψευδωνύμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ψευδωνύμῳ | τῷ | ψευδωνύμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ψευδώνυμον | τὸ | ψευδώνυμον | ||
| κλητική ὦ! | ψευδώνυμε | ψευδώνυμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ψευδώνυμοι | τὰ | ψευδώνυμᾰ | ||
| γενική | τῶν | ψευδωνύμων | τῶν | ψευδωνύμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ψευδωνύμοις | τοῖς | ψευδωνύμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ψευδωνύμους | τὰ | ψευδώνυμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ψευδώνυμοι | ψευδώνυμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψευδωνύμω | τὼ | ψευδωνύμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψευδωνύμοιν | τοῖν | ψευδωνύμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- ψευδώνυμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψευδώνυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.