ψευδώνυμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψευδώνυμα < ψευδώνυμ(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /pseˈvðo.ni.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψευ‐δώ‐νυ‐μα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ψευδώνυμος, ψευδής και όνομα
Μεταφράσεις
ψευδώνυμα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ψευδώνυμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψευδώνυμο, ουδέτερο του ψευδώνυμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.