ψελλίζομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ψελλίζομαι < ψελλός
Ρήμα
ψελλίζομαι
- ψελλίζω, δυσκολεύομαι στην άρθρωση
- ψελλίζονται καὶ τραυλίζουσι (Πλάτωνας)
- μιλώ δυσνόητα, ασαφώς, σκοτεινά, ακατάληπτα (ή ίσως σαν μωρό, μιλώ με αφέλεια)
- ψελλιζομένῃ ἔοικεν ἡ πρώτη φιλοσοφία περὶ πάντων (Αριστοτέλης)
Συγγενικά
- ψελλίζω (μεταγενέστερος τύπος του ψελλίζομαι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.