ψελλίζομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ψελλίζομαι < ψελλός

Ρήμα

ψελλίζομαι

  1. ψελλίζω, δυσκολεύομαι στην άρθρωση
    ψελλίζονται καὶ τραυλίζουσι (Πλάτωνας)
  2. μιλώ δυσνόητα, ασαφώς, σκοτεινά, ακατάληπτα (ή ίσως σαν μωρό, μιλώ με αφέλεια)
    ψελλιζομένῃ ἔοικεν ἡ πρώτη φιλοσοφία περὶ πάντων (Αριστοτέλης)

Συγγενικά

  • ψελλίζω (μεταγενέστερος τύπος του ψελλίζομαι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.