τραυλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τραυλίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τραυλίζω < τραυλός

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾaˈvli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τραυλίζω

Ρήμα

τραυλίζω

  1. αρθρώνω δύσκολα τις λέξεις, έχω τραυλισμό
  2. (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) δυσκολεύομαι να βρω τις κατάλληλες λέξεις ή να εκφέρω λόγο, εξαιτίας διαφόρων δυσκολιών ή συναισθημάτων

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.