ψελλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψελλισμός οι ψελλισμοί
      γενική του ψελλισμού των ψελλισμών
    αιτιατική τον ψελλισμό τους ψελλισμούς
     κλητική ψελλισμέ ψελλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψελλισμός < ελληνιστική ψελλισμός

Ουσιαστικό

ψελλισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.