ψέλλισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψέλλισμα τα ψελλίσματα
      γενική του ψελλίσματος των ψελλισμάτων
    αιτιατική το ψέλλισμα τα ψελλίσματα
     κλητική ψέλλισμα ψελλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψέλλισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψέλλισμα[1] < αρχαία ελληνική ψελλίζομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpse.li.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψέλλισμα

Ουσιαστικό

ψέλλισμα ουδέτερο

  1. λόγος που εκφωνείται χαμηλόφωνα, διστακτικά ή/και με προβληματική άρθρωση από ενήλικα ή οι πρώτες απόπειρες ενός βρέφους να μιλήσει, τα πρώτα του λογάκια
  2. ανολοκλήρωτος και μη πειστικός λόγος ή επιχείρημα
      Τα ψελλίσματα, οι απίθανες δικαιολογίες για τα συγγενικά και φιλικά πρόσωπα που διορίστηκαν παραμονές των εκλογών σε εποπτευόμενο από τον ίδιο κρατικό οργανισμό, αλλά και η επίκληση του παλαιοκομματικού επιχειρήματος «και οι άλλοι τα ίδια έκαναν», φανέρωναν πρόσωπο κυνικό, που δεν έχει αίσθηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, ούτε αντίληψη της οργής που διακατέχει τον ελληνικό λαό. (από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 6 Ιουλίου 2010)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.