ψελλότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ψελλοτητ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | ψελλότης | αἱ | ψελλότητες | |
| γενική | τῆς | ψελλότητος | τῶν | ψελλοτήτων | |
| δοτική | τῇ | ψελλότητῐ | ταῖς | ψελλότησῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | ψελλότητᾰ | τὰς | ψελλότητᾰς | |
| κλητική ὦ! | ψελλότης | ψελλότητες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψελλότητε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψελλοτήτοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ψελλότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ψελλό(ς) + -της
Ουσιαστικό
ψελλότης θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) λανθασμένη άρθρωση σε ορισμένους φθόγγους της ομιλίας
- διαφορετική σημασία: τραυλότης
Πηγές
- ψελλότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.