ψελλότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ψελλοτητ-
ονομαστική ψελλότης αἱ ψελλότητες
      γενική τῆς ψελλότητος τῶν ψελλοτήτων
      δοτική τῇ ψελλότητ ταῖς ψελλότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ψελλότητ τὰς ψελλότητᾰς
     κλητική ! ψελλότης ψελλότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψελλότητε
γεν-δοτ τοῖν  ψελλοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψελλότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ψελλό(ς) + -της

Ουσιαστικό

ψελλότης θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ψελλός}

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.