αρθρώσω
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
αρθρώσω
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
αρθρώνω
θα αρθρώσω
:
α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
αρθρώνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.