χαμηλόφωνα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
χαμηλόφωνα
<
χαμηλόφων(ος)
+
-α
Επίρρημα
χαμηλόφωνα
(
τροπικό επίρρημα
)
με χαμηλή
φωνή
,
σιγά
,
χωρίς
δυνατές
φωνές
Αντώνυμα
μεγαλόφωνα
Μεταφράσεις
χαμηλόφωνα
αγγλικά
:
quietly
(en)
γαλλικά
:
à voix basse
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.