ψαρονέφρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψαρονέφρι | τα | ψαρονέφρια |
| γενική | του | ψαρονεφριού | των | ψαρονεφριών |
| αιτιατική | το | ψαρονέφρι | τα | ψαρονέφρια |
| κλητική | ψαρονέφρι | ψαρονέφρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κομμάτια ψαρονέφρι.
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /psa.ɾoˈne.fɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψα‐ρο‐νέ‐φρι
Ουσιαστικό
ψαρονέφρι ουδέτερο [3]
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ψαρονέφρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ψαρονέφρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.