χοιρινό
Νέα ελληνικά (el)

κομμάτια χοιρινό στο τηγάνι
Ετυμολογία
- χοιρινό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χοιρινός
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.