ψαθί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαθί τα ψαθιά
      γενική του ψαθιού των ψαθιών
    αιτιατική το ψαθί τα ψαθιά
     κλητική ψαθί ψαθιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψαθί < μεσαιωνική ελληνική ψιαθίν < (ελληνιστική κοινή) ψιαθίον (υποκοριστικό του ψίαθος)

Ουσιαστικό

ψαθί ουδέτερο

  1. (φυτό) ψάθα (φυτό)
  2. πλέγμα από στελέχη του φυτού ψάθα
  3. ψάθινο καπέλο
  4. (προφορικό) το χρώμα της ψάθας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.