ψόα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ψόα: αβέβαιης ετυμολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ψόα θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό ψόαι)
- οι μύες της οσφυϊκής χώρας
- ※ ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Ψαλμοί Δαβίδ, Ψαλμός ΛΖ' (37.8)
- ὅτι αἱ ψόαι μου ἐπλήσθησαν {γέμισαν) ἐμπαιγμάτων, καὶ οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου·
- ※ ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Ψαλμοί Δαβίδ, Ψαλμός ΛΖ' (37.8)
- ψύα, πληθυντικός ψύαι
- ιωνικός τύπος : ψύη
- ψοιά, ψοιαί
Πηγές
- ψόα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.