ψαλίδισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψαλίδισμα | τα | ψαλιδίσματα |
| γενική | του | ψαλιδίσματος | των | ψαλιδισμάτων |
| αιτιατική | το | ψαλίδισμα | τα | ψαλιδίσματα |
| κλητική | ψαλίδισμα | ψαλιδίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψαλίδισμα < ψαλιδίζω
Ουσιαστικό
ψαλίδισμα ουδέτερο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ψαλίδισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.