ξέφτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξέφτι | τα | ξέφτια |
| γενική | του | ξεφτιού | των | ξεφτιών |
| αιτιατική | το | ξέφτι | τα | ξέφτια |
| κλητική | ξέφτι | ξέφτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξέφτι < ξεφτώ + -ι < αρχαία ελληνική ἐκπτύω < πτύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.