ψαλιδισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψαλιδισμός οι ψαλιδισμοί
      γενική του ψαλιδισμού των ψαλιδισμών
    αιτιατική τον ψαλιδισμό τους ψαλιδισμούς
     κλητική ψαλιδισμέ ψαλιδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψαλιδισμός < ψαλιδίζω

Ουσιαστικό

ψαλιδισμός αρσενικό

  1. ........
  2. σχάση κατά πλάτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.