χόλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χόλος οι χόλοι
      γενική του χόλου των χόλων
    αιτιατική τον χόλο τους χόλους
     κλητική χόλε χόλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χόλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χόλος, παράλληλος τύπος του χολή

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χόλος

Ουσιαστικό

χόλος αρσενικό

  • (αρχαιοπρεπές) η οργή που αισθάνεται κάποιος κι είναι ανάμεικτη με κακία
    Ο «χόλος» δηλώνει τη διάθεση στην οποία περιέρχεται κάποιος με την επίδραση των υγρών της χολής.

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη χολή

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χόλος οἱ χόλοι
      γενική τοῦ χόλου τῶν χόλων
      δοτική τῷ χόλ τοῖς χόλοις
    αιτιατική τὸν χόλον τοὺς χόλους
     κλητική ! χόλε χόλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χόλω
γεν-δοτ τοῖν  χόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χόλος < παράλλλος τύπος του χολή

Ουσιαστικό

χόλος αρσενικό

  1. πικρία
  2. άγριος θυμός, οργή με μίσος
      5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Αἴας, 743-744
    ἀλλ᾽ οἴχεταί τοι, πρὸς τὸ κέρδιον τραπεὶς | γνώμης, θεοῖσιν ὡς καταλλαχθῇ χόλου.
    Έφυγε ωστόσο, αλλάζοντας προς το καλύτερο | τη γνώμη του· να φιλιωθεί με τους θεούς, σβήνοντας τον θυμό του.
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη χολή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.