πικρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πικρία | οι | πικρίες |
| γενική | της | πικρίας | των | πικριών |
| αιτιατική | την | πικρία | τις | πικρίες |
| κλητική | πικρία | πικρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πικρία < αρχαία ελληνική πικρία < πικρός
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈkɾi.a/
Ουσιαστικό
πικρία θηλυκό
- συναίσθημα θλίψης, λύπη, δυσαρέσκειας κ.λπ.
- ένιωσε μεγάλη πικρία μετά τον χωρισμό του
Μεταφράσεις
πικρία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.