οἴχομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- οἴχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ey-
Ρήμα
οἴχομαι
- πηγαίνω
- Οὐκ ὤχοντο ὁδὸν μετὰ δαπανηροῦ ὀχήματος
- έρχομαι
- φεύγω τρέχοντας
- ὤχοντο κατεφθαρμένοι
- αποχωρώ / φεύγω
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 743-744
- ἀλλ᾽ οἴχεταί τοι, πρὸς τὸ κέρδιον τραπεὶς | γνώμης, θεοῖσιν ὡς καταλλαχθῇ χόλου.
- Έφυγε ωστόσο, αλλάζοντας προς το καλύτερο | τη γνώμη του· να φιλιωθεί με τους θεούς, σβήνοντας τον θυμό του.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 743-744
- αναχωρώ
- (μεταφορικά) καταστρέφομαι
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- οἴχομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἴχομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.