οἴχομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

οἴχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ey-

Ρήμα

οἴχομαι

  1. πηγαίνω
    Οὐκ ὤχοντο ὁδὸν μετὰ δαπανηροῦ ὀχήματος
  2. έρχομαι
  3. φεύγω τρέχοντας
    ὤχοντο κατεφθαρμένοι
  4. αποχωρώ / φεύγω
      5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Αἴας, 743-744
    ἀλλ᾽ οἴχεταί τοι, πρὸς τὸ κέρδιον τραπεὶς | γνώμης, θεοῖσιν ὡς καταλλαχθῇ χόλου.
    Έφυγε ωστόσο, αλλάζοντας προς το καλύτερο | τη γνώμη του· να φιλιωθεί με τους θεούς, σβήνοντας τον θυμό του.
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
  5. αναχωρώ
  6. (μεταφορικά) καταστρέφομαι

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.