καταλλάσσω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καταλλάσσω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

καταλλάσσω

  1. ανταλλάσσω νομίσματα
  2. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο
  3. μετατρέπω κάποιον από εχθρό σε φίλο, συμφιλιώνομαι
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 95.2
    Μυτιληναίους δὲ καὶ Ἀθηναίους κατήλλαξε Περίανδρος ὁ Κυψέλου·
    Τέλος τους Αθηναίους και τους Μυτιληναίους τούς έφερε σε συμβιβασμό ο Περίανδρος, ο γιος του Κυψέλου·
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος @greek-language.gr
  4. (στην παθητική φωνή) έρχομαι σε συνδιαλλαγή, συμφιλιώνομαι
      5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Αἴας, 743-744
    ἀλλ᾽ οἴχεταί τοι, πρὸς τὸ κέρδιον τραπεὶς | γνώμης, θεοῖσιν ὡς καταλλαχθῇ χόλου.
    Έφυγε ωστόσο, αλλάζοντας προς το καλύτερο | τη γνώμη του· να φιλιωθεί με τους θεούς, σβήνοντας τον θυμό του.
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
  5. (στην παθητική φωνή) (για παράπτωμα, παρανομία) εξιλεώνομαι, επανορθώνω

  • αττικός τύπος: καταλλάττω

Συγγενικά

  • ἀκατάλλακτος
  • ἀντικατάλλαξις
  • ἀντικαταλλαγή
  • ἀντικατάλλαγμα
  • ἀντικαταλλακτέον
  • ἀντικαταλλάσσομαι
  • ἀποκαταλλάσσω
  • δυσκατάλλακτος
  • ἐπικαταλλαγή
  • εὐκατάλλακτος
  • κατάλλαξις
  • καταλλάγδην
  • καταλλαγή
  • κατάλλαγμα
  • καταλλακτήριος
  • καταλλάκτης
  • καταλλακτικός
  • προκαταλλάσσομαι
  • προσκαταλλάττομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.