τραυματισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραυματισμένος η τραυματισμένη το τραυματισμένο
      γενική του τραυματισμένου της τραυματισμένης του τραυματισμένου
    αιτιατική τον τραυματισμένο την τραυματισμένη το τραυματισμένο
     κλητική τραυματισμένε τραυματισμένη τραυματισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραυματισμένοι οι τραυματισμένες τα τραυματισμένα
      γενική των τραυματισμένων των τραυματισμένων των τραυματισμένων
    αιτιατική τους τραυματισμένους τις τραυματισμένες τα τραυματισμένα
     κλητική τραυματισμένοι τραυματισμένες τραυματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τραυματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τραυματίζω

Μετοχή

τραυματισμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν τραυματίσει
  2. που έχει τραυματιστεί
  3. τραυματίας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.