λαβωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαβωμένος | η | λαβωμένη | το | λαβωμένο |
| γενική | του | λαβωμένου | της | λαβωμένης | του | λαβωμένου |
| αιτιατική | τον | λαβωμένο | τη | λαβωμένη | το | λαβωμένο |
| κλητική | λαβωμένε | λαβωμένη | λαβωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαβωμένοι | οι | λαβωμένες | τα | λαβωμένα |
| γενική | των | λαβωμένων | των | λαβωμένων | των | λαβωμένων |
| αιτιατική | τους | λαβωμένους | τις | λαβωμένες | τα | λαβωμένα |
| κλητική | λαβωμένοι | λαβωμένες | λαβωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λαβωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαβώνω
Μετοχή
λαβωμένος, -η, -ο
- πληγωμένος, τραυματισμένος, σωματικά ή ψυχικά ή γενικά με μεταφορική έννοια
- ...και όντας λαβωμένος, λησμονώντας τες πληγές του εγκάρδιωνε τους γειτόνους του (Χρονικό του Γαλαξιδιού, Ευθύμιος ιερομόναχος)
- Λαβωμένος ο ΣΥΝ(ασπισμός) μετά το Συνέδριο (τίτλος της εφημ. "Ελευθεροτυπία" 7/6/2010)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.