χρυσαφί

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾi.saˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυσαφί
ομόηχο: χρυσαφή
τονικό παρώνυμο: χρυσάφι

Ετυμολογία 1

χρυσαφί < χρυσάφ(ι) + [1]

Ουσιαστικό

χρυσαφί ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Επίθετο

χρυσαφί άκλιτο

Ετυμολογία 2

χρυσαφί: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χρυσαφί

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.