χρυσοδάκτυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσοδάκτυλος η χρυσοδάκτυλη το χρυσοδάκτυλο
      γενική του χρυσοδάκτυλου της χρυσοδάκτυλης του χρυσοδάκτυλου
    αιτιατική τον χρυσοδάκτυλο τη χρυσοδάκτυλη το χρυσοδάκτυλο
     κλητική χρυσοδάκτυλε χρυσοδάκτυλη χρυσοδάκτυλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσοδάκτυλοι οι χρυσοδάκτυλες τα χρυσοδάκτυλα
      γενική των χρυσοδάκτυλων των χρυσοδάκτυλων των χρυσοδάκτυλων
    αιτιατική τους χρυσοδάκτυλους τις χρυσοδάκτυλες τα χρυσοδάκτυλα
     κλητική χρυσοδάκτυλοι χρυσοδάκτυλες χρυσοδάκτυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρυσοδάκτυλος < χρυσο- + δάκτυλος, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική goldfinger από τον τίτλο του μυθιστορήματος Goldfinger του Ίαν Φλέμινγκ)[1]

Επίθετο

χρυσοδάκτυλος, -η, -ο

  • χρυσοδάχτυλος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. χρυσοδάκτυλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.