λαϊκή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαϊκή οι λαϊκές
      γενική της λαϊκής των λαϊκών
    αιτιατική τη λαϊκή τις λαϊκές
     κλητική λαϊκή λαϊκές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαϊκή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου λαϊκός (λαϊκή αγορά)

Προφορά

ΔΦΑ : /la.iˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαϊκή

Ουσιαστικό

λαϊκή θηλυκό

  • άλλη μορφή του λαϊκή αγορά
    Ψωνίζω αβγά από τη λαϊκή κάθε εβδομάδα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λαϊκή

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.