χρονογραφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονογραφή οι χρονογραφές
      γενική της χρονογραφής των χρονογραφών
    αιτιατική τη χρονογραφή τις χρονογραφές
     κλητική χρονογραφή χρονογραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρονογραφή < χρονογραφία +

Ουσιαστικό

χρονογραφή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.