συγγραφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συγγραφή | οι | συγγραφές |
| γενική | της | συγγραφής | των | συγγραφών |
| αιτιατική | τη | συγγραφή | τις | συγγραφές |
| κλητική | συγγραφή | συγγραφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγγραφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγγραφή
Ουσιαστικό
συγγραφή θηλυκό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.