χρονογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χρονογράφημα | τα | χρονογραφήματα |
| γενική | του | χρονογραφήματος | των | χρονογραφημάτων |
| αιτιατική | το | χρονογράφημα | τα | χρονογραφήματα |
| κλητική | χρονογράφημα | χρονογραφήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρονογράφημα < χρονογραφώ + -μα
Ουσιαστικό
χρονογράφημα ουδέτερο
- (λογοτεχνία) δημοσιογραφικό κείμενο με επίκαιρο χαρακτήρα, που σχολιάζει με εύθυμο τρόπο και παιγνιώδη, ειρωνική διάθεση, ποικίλα κοινωνικά, πολιτιστικά ή πολιτικά θέματα
Μεταφράσεις
χρονογράφημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.