χρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρισμένος η χρισμένη το χρισμένο
      γενική του χρισμένου της χρισμένης του χρισμένου
    αιτιατική τον χρισμένο τη χρισμένη το χρισμένο
     κλητική χρισμένε χρισμένη χρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρισμένοι οι χρισμένες τα χρισμένα
      γενική των χρισμένων των χρισμένων των χρισμένων
    αιτιατική τους χρισμένους τις χρισμένες τα χρισμένα
     κλητική χρισμένοι χρισμένες χρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χρίω και χρίζω

Μετοχή

χρισμένος, -η, -ο

  • που του έχει δοθεί το χρίσμα σε κάποια θρησκευτική τελετή ή από την πολιτεία για κάποιο επίσημο καθήκον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.