χρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρισμένος | η | χρισμένη | το | χρισμένο |
| γενική | του | χρισμένου | της | χρισμένης | του | χρισμένου |
| αιτιατική | τον | χρισμένο | τη | χρισμένη | το | χρισμένο |
| κλητική | χρισμένε | χρισμένη | χρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρισμένοι | οι | χρισμένες | τα | χρισμένα |
| γενική | των | χρισμένων | των | χρισμένων | των | χρισμένων |
| αιτιατική | τους | χρισμένους | τις | χρισμένες | τα | χρισμένα |
| κλητική | χρισμένοι | χρισμένες | χρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χρίω και χρίζω
Μετοχή
χρισμένος, -η, -ο
- (λόγιο) κεχρισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.