κεχρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κεχρισμένος | η | κεχρισμένη | το | κεχρισμένο |
| γενική | του | κεχρισμένου | της | κεχρισμένης | του | κεχρισμένου |
| αιτιατική | τον | κεχρισμένο | την | κεχρισμένη | το | κεχρισμένο |
| κλητική | κεχρισμένε | κεχρισμένη | κεχρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κεχρισμένοι | οι | κεχρισμένες | τα | κεχρισμένα |
| γενική | των | κεχρισμένων | των | κεχρισμένων | των | κεχρισμένων |
| αιτιατική | τους | κεχρισμένους | τις | κεχρισμένες | τα | κεχρισμένα |
| κλητική | κεχρισμένοι | κεχρισμένες | κεχρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κεχρισμένος < αρχαία ελληνική κεχρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χρίω
Μεταφράσεις
κεχρισμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.