βαράω κανόνι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
βαράω κανόνι
→
δείτε
τις
λέξεις
βαράω
και
κανόνι
Προφορά
ΔΦΑ
: /
vaˈɾao kaˈnoni
/
Έκφραση
βαράω κανόνι
φαλιρίζω
,
βαράω φαλιμέντο
(
ανεπίσημο
για:
πτωχεύω
,
χρεωκοπώ
/
χρεοκοπώ
Μεταφράσεις
ανεπίσημη έκφραση για το
πτωχεύω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.