μπατιρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ba.tiˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐τι‐ρί‐ζω
Ρήμα
μπατιρίζω, αόρ.: μπατίρισα, μτχ.π.π.: μπατιρισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- * (αμετάβατο, λαϊκότροπο, οικείο)[2] άλλη μορφή του μπατίρω: καταστρέφομαι οικονομικά
Συγγενικά
- μπατιράκι
- μπατιριμένος < μπατίρω
- μπατιρισμένος
- μπατίρης - μπατίρισσα
- Λέξεις με μπατιρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μπατιρίζω | μπατίριζα | θα μπατιρίζω | να μπατιρίζω | μπατιρίζοντας | |
| β' ενικ. | μπατιρίζεις | μπατίριζες | θα μπατιρίζεις | να μπατιρίζεις | μπατίριζε | |
| γ' ενικ. | μπατιρίζει | μπατίριζε | θα μπατιρίζει | να μπατιρίζει | ||
| α' πληθ. | μπατιρίζουμε | μπατιρίζαμε | θα μπατιρίζουμε | να μπατιρίζουμε | ||
| β' πληθ. | μπατιρίζετε | μπατιρίζατε | θα μπατιρίζετε | να μπατιρίζετε | μπατιρίζετε | |
| γ' πληθ. | μπατιρίζουν(ε) | μπατίριζαν μπατιρίζαν(ε) |
θα μπατιρίζουν(ε) | να μπατιρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μπατίρισα | θα μπατιρίσω | να μπατιρίσω | μπατιρίσει | ||
| β' ενικ. | μπατίρισες | θα μπατιρίσεις | να μπατιρίσεις | μπατίρισε | ||
| γ' ενικ. | μπατίρισε | θα μπατιρίσει | να μπατιρίσει | |||
| α' πληθ. | μπατιρίσαμε | θα μπατιρίσουμε | να μπατιρίσουμε | |||
| β' πληθ. | μπατιρίσατε | θα μπατιρίσετε | να μπατιρίσετε | μπατιρίστε | ||
| γ' πληθ. | μπατίρισαν μπατιρίσαν(ε) |
θα μπατιρίσουν(ε) | να μπατιρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μπατιρίσει | είχα μπατιρίσει | θα έχω μπατιρίσει | να έχω μπατιρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μπατιρίσει | είχες μπατιρίσει | θα έχεις μπατιρίσει | να έχεις μπατιρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μπατιρίσει | είχε μπατιρίσει | θα έχει μπατιρίσει | να έχει μπατιρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μπατιρίσει | είχαμε μπατιρίσει | θα έχουμε μπατιρίσει | να έχουμε μπατιρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μπατιρίσει | είχατε μπατιρίσει | θα έχετε μπατιρίσει | να έχετε μπατιρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μπατιρίσει | είχαν μπατιρίσει | θα έχουν μπατιρίσει | να έχουν μπατιρίσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μπατιρισμένος - είμαστε, είστε, είναι μπατιρισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μπατιρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μπατιρισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μπατιρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μπατιρισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μπατιρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μπατιρισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
μπατιρίζω
|
→ δείτε τη λέξη πτωχεύω |
Αναφορές
- μπατιρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.