χορῳδία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | χορῳδίᾱ | αἱ | χορῳδίαι |
| γενική | τῆς | χορῳδίᾱς | τῶν | χορῳδιῶν |
| δοτική | τῇ | χορῳδίᾳ | ταῖς | χορῳδίαις |
| αιτιατική | τὴν | χορῳδίᾱν | τὰς | χορῳδίᾱς |
| κλητική ὦ! | χορῳδίᾱ | χορῳδίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χορῳδίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χορῳδίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
- μονῳδία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.