coro

Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
coro coros

coro (es) αρσενικό

  1. (μουσική) χορωδία
  2. χορός, μέρος στην εκκλησία όπου στέκεται η χορωδία



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
coro cori

coro (it) αρσενικό

  1. (μουσική) χορωδία
  2. χορός, μέρος στην εκκλησία όπου στέκεται η χορωδία



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
coro coros

coro (pt) αρσενικό

  1. (μουσική) χορωδία
  2. χορός, μέρος στην εκκλησία όπου στέκεται η χορωδία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.