χορωδός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χορωδός οι χορωδοί
      γενική του χορωδού των χορωδών
    αιτιατική τον χορωδό τους χορωδούς
     κλητική χορωδέ χορωδοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χορωδός < χορωδία + -ός (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική choriste)

Ουσιαστικό

χορωδός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.