χοιρινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χοιρινός | η | χοιρινή | το | χοιρινό |
| γενική | του | χοιρινού | της | χοιρινής | του | χοιρινού |
| αιτιατική | τον | χοιρινό | τη | χοιρινή | το | χοιρινό |
| κλητική | χοιρινέ | χοιρινή | χοιρινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χοιρινοί | οι | χοιρινές | τα | χοιρινά |
| γενική | των | χοιρινών | των | χοιρινών | των | χοιρινών |
| αιτιατική | τους | χοιρινούς | τις | χοιρινές | τα | χοιρινά |
| κλητική | χοιρινοί | χοιρινές | χοιρινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χοιρινός < μεσαιωνική ελληνική χοιρινός < χοῖρ(ος) + -ινός. Διαφορετική η ελληνιστική χοίρινος (από δέρμα χοίρου).
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi.ɾiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χοι‐ρι‐νός
Επίθετο
χοιρινός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με χοίρο, ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτόν ή προέρχεται απ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη χοιρινό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χοίρος
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.