χοιρέμπορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χοιρέμπορος | οι | χοιρέμποροι |
| γενική | του | χοιρέμπορου & χοιρεμπόρου |
των | χοιρέμπορων & χοιρεμπόρων |
| αιτιατική | τον | χοιρέμπορο | τους | χοιρέμπορους & χοιρεμπόρους |
| κλητική | χοιρέμπορε | χοιρέμποροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χοιρέμπορος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χοιρέμπορος < < αρχαία ελληνική χοῖρ(ος) + -έμπορος
Προφορά
- ΔΦΑ : /çiˈɾem.bo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χοι‐ρέ‐μπο‐ρος
Ουσιαστικό
χοιρέμπορος αρσενικό
- (επάγγελμα) έμπορος χοίρων, γουρουνιών, άτομο το οποίο εμπορεύεται χοίρους
- ※ Όσον αφορά, ειδικότερα, τις εξαγωγές, οι προσφεύγοντες παρατηρούν ότι η εκδήλωση επιζωοτίας σε τμήμα του εθνικού εδάφους συνεπάγεται κατά κανόνα προσωρινή αναστολή των εμπορικών συναλλαγών με την αλλοδαπή, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει πολύ σοβαρή ζημία στους χοιρεμπόρους που έχουν οργανώσει την παραγωγή τους έχοντας ως κύριο σκοπό τις εξαγωγές. Τούτο εξηγεί, κατά τους προσφεύγοντες, γιατί οι εκτροφείς και οι έμποροι χοίρων διστάζουν να οργανώσουν την παραγωγή τους με βάση τις εξαγωγές. (Απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 7 Μαΐου 2009. «Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Αγορές των ζώντων αρσενικών και θηλυκών χοίρων που προορίζονται για σφαγή — Απόφαση περί κηρύξεως της συγκεντρώσεως συμβατής με την κοινή αγορά — Γεωγραφικός καθορισμός της σχετικής αγοράς — Υποχρέωση επιδείξεως επιμέλειας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»)
Πηγές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- χοιρέμπορος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή χοιρέμπορος < αρχαία ελληνική χοῖρ(ος) + -έμπορος
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | χοιρέμπορος | οἱ | χοιρέμποροι |
| γενική | τοῦ | χοιρεμπόρου | τῶν | χοιρεμπόρων |
| δοτική | τῷ | χοιρεμπόρῳ | τοῖς | χοιρεμπόροις |
| αιτιατική | τὸν | χοιρέμπορον | τοὺς | χοιρεμπόρους |
| κλητική ὦ! | χοιρέμπορε | χοιρέμποροι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χοιρεμπόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χοιρεμπόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χοιρέμπορος < αρχαία ελληνική χοῖρ(ος) + -έμπορος
Ουσιαστικό
χοιρέμπορος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή , επάγγελμα) χοιρέμπορος
- ≈ συνώνυμα: χοιριδιέμπορος
Πηγές
- χοιρέμπορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.