-έμπορος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -έμπορος οι -έμποροι
      γενική του -έμπορου
& -εμπόρου
των -έμπορων
& -εμπόρων
    αιτιατική τον -έμπορο τους -έμπορους
& -εμπόρους
     κλητική -έμπορε -έμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-έμπορος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -έμπορος < αρχαία ελληνική ἔμπορος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈem.bo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπορος

Επίθημα

-έμπορος αρσενικό

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -έμπορος στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-έμπορος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική έμπορος < αρχαία ελληνική ἔμπορος

Επίθημα

-έμπορος αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -έμπορος οἱ -έμποροι
      γενική τοῦ -εμπόρου τῶν -εμπόρων
      δοτική τῷ -εμπόρ τοῖς -εμπόροις
    αιτιατική τὸν -έμπορον τοὺς -εμπόρους
     κλητική ! -έμπορε -έμποροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -εμπόρω
γεν-δοτ τοῖν  -εμπόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-έμπορος < αρχαία ελληνική ἔμπορος

Ουσιαστικό

-έμπορος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.