επιζωοτία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιζωοτία | οι | επιζωοτίες |
| γενική | της | επιζωοτίας | των | επιζωοτιών |
| αιτιατική | την | επιζωοτία | τις | επιζωοτίες |
| κλητική | επιζωοτία | επιζωοτίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιζωοτία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épizootie < ἐπί + ελληνιστική κοινή ζῳότης < ζῷον
Ουσιαστικό
επιζωοτία θηλυκό
- (κτηνιατρική, επιδημιολογία) κάθε μεταδοτική αρρώστια που πλήττει μαζικά τα ζώα
- ※ […] πλείσται όσαι δεινότεραι συμφοραί είχον ενσκήψει επί της γης· πλημμύραι είχον συμβή, έμποροι είχον χρεοκοπήσει, επιζωοτία είχεν αναφανή, βουλευτικαί εκλογαί εγένοντο, τα ταχυδρομεία επρόκειτο ν' αναμορφωθούν […] (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)
Συγγενικά
- επιζωοτικός
- επιζωοτιολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.